- σκοπεύω
- ΝΜΑνεοελλ.1. καθορίζω τη θέση ενός σημείου ή ενός αντικειμένου με τη βοήθεια οπτικού οργάνου, διοπτεύω2. εκτελώ σκόπευση, κατευθύνω τη βολή ενός πυροβόλου όπλου προς έναν στόχο, σημαδεύω3. μτφ. έχω σκοπό να κάνω κάτι, προτίθεμαι να πράξω κάτι («σκοπεύω να συναντηθώ μαζί του αύριο»)αρχ.στρέφω τη ματιά μου προς ένα αντικείμενο, θεώμαι, παρατηρώ, κατοπτεύω («ἐκεῑσε ὧν ζητεῑ τὰ σῑτα, πόρρωθεν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῡ σκοπεύουσι», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπός (II), παρλλ. μτγν. τ. τού σκοπῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.